-
1 χάος
[хаос] ουσ. о. (μυ£) (μεταφ.) хаос.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χάος
-
2 хаос
[χάος] ουσ. α χάος -
3 хаос
[χάος] ουσ α χάος -
4 хаос
-
5 разгром
разгромм1. (уничтожение) ἡ συντριβή, τό τσάκισμα, ἡ κατατρόπωση [-ις], ἡ ἔξολόθρευση [-ις]/ ἡ ἐρήμωση [-ις], ἡ καταστροφή (опустошение)·2. (беспорядок) τό χάος, ἡ σύγχυση. -
6 хаос
ха́о||см миф., хао́||с м перен τό χάος. -
7 анархия
-и θ.αναρχία, ακυβερνησία, έλλειψη αρχής, εξουσίας. || έλλειψη συστηματικής οργάνωσης•анархия производства αναρχία παραγωγής, αταξία, ακαταστασία, χάος.
-
8 бедлам
-а α.χάος, σύγχυση, σαματάς, οχλαγωγία• τρελλοκομείο. -
9 бездна
-ы θ.1. άβυσσος, απύθμενο βάθος, χάος, χάσμα, βάραθρο• άπειρο βάθος.2. μτφ. αφθονία, πληθώρα, σωρεία.εκφρ.бездна премудрости – μύστης, βαθυστόχαστος. -
10 первозданный
επ. (γραπ. λόγος) πρωτοδημι-ουργημένος. || μτφ. άθικτος, καθαρός, γνήσιος.εκφρ.первозданный хаос – το προαιώνιο χάος. -
11 разгром
-а α.1. συντριβή, συντριπτική ήττα, καταστροφή, πανωλεθρία, νίλα. разгром врага συντριβή του εχθρού.2. ερείπωση• ερήμωση•-города ερείπωση της πόλης•
разгром страны ερήμωση της χώρας.
|| πλήρης αταξία, χάος. -
12 хаос
-а α.1. (хаос) το χάος (η χαώδης κατάσταση του σύμπαντος πριν τη δημιουργία του).2. (хаос) αταξία, ακαταστασία.
См. также в других словарях:
Χάος — chaos nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάος — chaos neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… … Dictionary of Greek
χάος — το ους 1. το άπειρο διάστημα. 2. μεγάλο βάραθρο, άβυσσος. 3. σύγχυση, αταξία: Χάος επικρατεί στους αντιπάλους μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαός — χάιος genuine masc/fem nom sg χαός genuine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαός — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… … Dictionary of Greek
χάει — χάος chaos neut nom/voc/acc dual (attic epic) χάεϊ , χάος chaos neut dat sg (epic ionic) χάος chaos neut dat sg χάω pres ind mp 2nd sg (epic) χάω pres ind act 3rd sg (epic) χάζομαι cause to retire fut ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάη — χάος chaos neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χάος chaos neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хаос — (Χάος) у древних греков космогоническое понятие зияющего (от χάσκειν зиять) пространства, существовавшего раньше мироздания: материальным содержанием его были туман и мрак. По учению орфиков, X. и Эфир возникли из безначального времени, причем… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
χάεος — χάος chaos neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάοσι — Χάος chaos dat pl Χάων masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)